~του Γιώργου Δόντσου~
“Fear death by water.”~The Waste Land, T.S.Elliot
Ι. Μέρα Πρώτη – Études Théâtrales
-Αυλαία ροζ και ανοίγει,
-Υποδέχεται το αμύητο κοινό
-Με μουσική ανθρώπινη·
-Μουρμουρητό απλώνεται στο θέατρο
-Και μπαίνω·
-Την επόμενη φορά
-Φέρω σπονδές για να μπώ,
-Να ακούσω την οπερέτα δεκαπέντε λεπτών,
-Αν και την πρώτη φορά ήταν δώδεκα δευτερόλεπτα,
-Μαζί με τα ιντερμέδια,πέντε λεπτά·
-Τα σκηνικά απέκτησαν βικτωριανή απόχρωση,
-Η αυλαία άνοιξε σιωπηλά και πειθήνια,
-Με εξορισμένη την ανακάλυψη,
-Με την φαντασία να αλλάζει πλευρό σε έναν ατάραχο ύπνο·
-Monsieur,τι ανιαρό έργο
-Μα ας το ξαναδούμε,mademoiselle,au beau passé,
-Un dessin si funestre,s’il n’est digne d’Atrée,il est digne de Thyeste·
-Η παράσταση παίρνει κακές κριτικές,
-Κάποιοι λένε,
-Μα τι αφασικός ρομαντισμός,ίσως μια πιο μοντέρνα απόχρωση·
-Άλλοι,
-Το μπουρλέσκο είναι εμφανές,ίσως κάτι πιο διακριτικό·
-Τότε η αυλαία παύει να είναι φιλόξενη,
-Στεγνώνει και γίνεται κρύα,σαν κατάρα·
-Αναπολώντας εποχές τροπικού κλίματος και κελαηδισμών,
-Τώρα,αφήνω το μέλλον μου πάνω της
-Και μετά από ένα λεπτό σκουπίζεται με σιχασιά κρυφή,
-Αναπολώντας εποχές που το άφηνε να στεγνώσει με ηδονή·
-Έτσι,έρχεται μια μέρα που η αυλαία κλείνει για πάντα,
-Μα μόνο για μένα·
-Σίγουρη,πως υπάρχουν εξίσου αξιαγάπητοι messieurs,
-Εξίσου υποψιασμένο και φιλοθεάμον κοινό·
-Η μαρκίζα αναγγέλλει καινούργιο έργο,
-Η οπερέτα είναι πολλά υποσχόμενη,après vous.

ΙΙ. Μέρα Δεύτερη – Μύθος
-Κυρία πουδραρισμένη,
-Δάκρυα μπελαντόνας ικανή μόνο να στάξει·
-Πριμαντόνα,επαιτεία ενδιαφέροντος,
-Το ρολόι εναντίον της,
-Τις ώρες μνησίκακα χτυπά,
-Χτυπά το τσίγκινο κουτί,απαιτεί,
-Να γεμίσει με κέρματα·
-Τα μόνα νομίσματα που πέφτουν
-Χάλκινα και ταλαιπωρημένα,
-Έχουν αλλάξει πολλά χέρια,
-Τι απέγινε εκείνη η εποχή;
-Μάτια που έλαμπαν,
-Προσφορά χρυσών λουδοβικείων·
-Τώρα καταλαβαίνω,
-Μαντίλι μουλιασμένο
-Με χυμούς κορεσμού,
-Κοινό κουρέλι·
-Αυτή η μοιραία,
-Άξια των υψηλοτέρων αισθημάτων,
-Κείται στο ασυγχώρητο πάτωμα,
-Στραγγισμένη και ξερή·
-Δεν έφταιξε αυτή,
-Έφταιξε η ομορφιά της,
-Δεν της κράτησα το χέρι,όταν πέτρωνε,
-Δεν είχα κουράγιο να την μακαρίσω,
-Μα ούτε και να κάνω μια αξιοπρεπή ταφή.
III. Μέρα Τρίτη – Κυνήγι
– Διώκω την χρυαόρου ιέρεια,
-Κρατήρες αναρίθμητοι
-Από τα αποστακτήρια του φεγγαριού·
-Η ψυχή σεληνιάζεται,αίσθηση φόνου
-Στο άγγιγμα μιας τρισκατάρατης αλήθειας·
-Το μαχαίρι με λαβή καμωμένη από κυπαρίσσι
-Ποιος σου το έδωσε;
-Μου φαίνεται πως με ειρωνεύεσαι,αγαπητή μου,
-Θα μπορούσα να διαλύσω το αλαζονικά ρόδινο μάγουλο σου,
-Αίμα στο σεληνόφως
-Αλλά τα μάτια σου,σε σώζουν·
-Να τα προσέχεις γιατί
-Όταν το φεγγάρι είναι μισό
-Δεν είμαι ευγενικός·
-Στην χρυσοπίκηλτη αυτή νύχτα
-Τα πλάσματα της αθανασίας δεν μπορούν να κρυφτούν·
-Εδώ,το κύκνειο άσμα στο διηνεκές
-Χρωματίζει ένα παλμό σάρκινο,
-Φλέβες που πάλλονται με ασημένιο αίμα,
-Κερασφόροι λάτρεις του απείρου,
-Μουσούδια στον νυχτερινό αγέρα·
-Η γη είναι παράξενη εδώ,
-Τα μελτέμια,η δροσιά,η πάχνη, πίκρα,
-Κλωνάρια κανέλλας και μέλι,
-Με γεύση πυρακτωμένου σιδήρου·
-Στάχτη στα χείλη μου,κάθε ηδονή
-Ακριβή,με μόχθο και έλεος,
-Αντάλλαγμα πυρός,η κάψα της λύτρωσης·
-Πολύ μακριά η νύχτα τελειώνει
-Εκεί που αρχίζει η άβυσσος του θείου,
-Ψευδάργυρος και φέρσιμο αλλόκοτο·
-Εδώ είμαι,εδώ βρίσκομαι,
-Χαμερπής, χθόνιος, ευτυχισμένος,
-Χωρίς τίποτα να χάσω,
-Στο κέντρο της χωμάτινης ζωής,
-Ένα με το αλώνι της χλόης,
-Φέρετρο αληθινής πίστης,
-Μάνιτας απότοκο·
-Τίκτω τον τέκτονα,βρίσκω την αλήθεια,
-Προχωρώ στα δάση του μυαλού μου,
-Αληθινή αιτία,χωρίς ενδοιασμούς βροτών,
-Κυνηγημένος και λυσσασμένος,
-Ένας φονιάς που περιμένει στο σοκάκι
-Να χύσει αίμα,για το αίμα
-Αρούρης,σπλάχνο βαθύ
-Της μάνας ηρεμίας,
-Μα ηρεμία στην ψυχή μου δεν υπάρχει·
-Σετ με αποκάλεσες ένα βράδυ
-Γιατί πίσω από τα μάτια μου
-Έμοιαζε να απλώνεται η έρημος·
-Στο απέραντο κυνήγι μου,
-Μέσα στην αιμάτινη μανία μου,
-Το θύραμα μου ίδιο·
-Ένας γρίφος σκιάζει την πανσέληνο
-Που με αλλάζει,
-Οι αέρηδες της γης μου
-Ψέλνουν νουβέλες παράνοιας·
-Δεν μπορώ να συλλογιστώ,
-Παρά μόνο διαφορετικούς τρόπους να σκοτώσω
-Την ομορφιά σου,ώστε να παραμείνεις
-Υπό τον τράχηλό μου·
-Αλλά αγαπώ τα μάτια σου·
-Μόνο εγώ, θα μάθω
-Πόσες φορές δεν τα κατάφερα,
-Μια φορά χρειάζεται·
-Μετά θα πιάσω την ψυχαμοιβού νύμφη,
-Κρατήρες αναρίθμητοι
-Από τα αποστακτήρια του ήλιου·
-Θα γιορτάσω τον πόνο μου
-Γιατί θα είσαι ήδη νεκρή
-Ή αλλαγμένη,
– Με την φυλλωσιά σου,
-Να λικνίζεται στον αέρα.
ΙV. Μέρα Τέταρτη – Ρεμπελιό
-Γνώρισα μια λύκαινα ένα βράδυ
-Στην πιο δυσάρεστη συνάντηση που χα ποτέ·
-Μου πε πράγματα υπερκόσμια και προφητείες,
-Κουβέντες που ήδη ήξερα·
-Έτρεξα,έφυγα όσο πιο μακριά μπορούσα,
-Να ξεφύγω την συνέπεια·
-Ρεμπέλευα στην Αθήνα,μια νύχτα ταραγμένη,
-Όταν την είδα πάλι, πλάι σε έναν μεθυσμένο,
-Που κράδαινε σπαθί και ούρλιαζε στα αγάλματα·
-Τριγύριζα στα σοκάκια της Καρχηδόνας,
-Όταν είδα την ίδια λύκαινα δίπλα στον νέο βασιλιά,
-Του ψιθύριζε στ’ αφτί·
-Τελευταία την είδα πλάι σε μια νεκρική πομπή,
-Μα ο νεκρός ήταν ακόμη ζωντανός και
-Την αγκάλιαζε,
-Βυθισμένος αναπαυτικά στα πίσω καθίσματα
-Μιας νεκροφόρας μέλλουσας·
-Όταν γύρεψα εξήγηση,δεν την ξανάδα
-Μόνο μια κατάρα έσερνα από τότε που την συνάντησα,
-Μια κατάρα που με ήξερε από παλιά·
-Σε λήθαργο θαλερής νυκτός
-Με συνείδηση τρικυμισμένη,με ονείρατα
-Που τους ανθρώπους ταράζουν·
-Οράματα λυγερών κορμιών, ευπλόκαμες θεές,
-Γεμάτες υποσχέσεις,σάρκινο τσίρκο,
-Ο quam te memorem virgo?
-Ξυπνάω αίφνης, με πόνους φρικτούς, με χιτώνιο κενταύρου
-Να μου κατατρώει τις πλάτες·
-Αντίκρυ μου,μειδίαμα κοφτερό,
-Μα δεν ξέρω αν γελάστηκα,διέκρινα και νάζι·
-«Τι γέψη,πες μας,Κράσσο,εσυ που ξέρεις,έχει το χρυσάφι;»
V. Μέρα Πέμπτη – Ξηρασία
-Ρώτησα τριγύρω,τον κόσμο
-Και μου είπαν πως η γη είναι ξερή
-Μου είπαν πως ο φθόνος έσβησε,
-Με την άφιξη αυτού του φοβερού καύσωνα
-Που πήρε κάθε υγρό στοιχείο·
-Δεν μπορεί,σκέφτηκα, κάπου
-Θα βρω υγρασία,κάπου
-Θα υπάρχει μια τροπική όαση,
-Να με περισώσει καμμένο ήδη·
-Έψαξα και βρήκα·
-Βρήκα γλυκιά δροσιά μα όχι κρύα,
-Σε όμορφες ακτές,
-Σε κόλπους που με αγκάλιασαν με θέρμη,
-Ίσως μερικές φορές και με σκιρτήματα, ίσως και μια φορά με αγάπη,
-Πάντα όμως βρισκόμουν στο τέλος,
-Πάνω σε ασυγχώρητες αμμουδιές ξεβρασμένος,
-Εξόριστος,κάτω από τον δολοφόνο ήλιο·
-Το μόνο που ζήτησα ήταν να ζω τις μέρες μου
-Κάτω από το φως της σελήνης,
-Αβρόβιος, παραδομένος,όπως με πληροφόρησαν,
-Μα,εγώ θυμάμαι να μαι ευτυχισμένος·
-Κάθε φορά που απολάμβανα την είσοδο μου
-Σε ζεστά νερά αναπαυτικών κόλπων,ήρεμων ακτών
-Χωρίς φύκια και αχινούς, με επιφάνεια λεία και μυρωδάτη,
-Με απόχρωση ρόδινη, μελαχρινή ή και άλικη,
-Πίστευα,πως μπορούσα να μείνω για πάντα μέσα,
-Χαμερπής, χθόνιος, ευτυχισμένος,
-Χωρίς τίποτα να χάσω·
-Τώρα πια, οι μέρες αυτές έχουν τελειώσει,
-Τώρα, καίω τα πόδια μου πάνω στην πυρωσιά της μέρας,
-Προχωρώ με κόπο στην έρημο αυτής της ζωής,
-Που πολλοί αποκαλούν μάχη·
-Ενθυμούμενος τις ακτές μου, πόσες έμειναν,
-Πόσες έφυγαν χωρίς να αφήσουν τα σημάδια τους
-Πάνω μου και φυσικά, φυσικά,
-Θυμάμαι κυρίως εκείνη, την ακτή,
-Που η μεθυστική μπουνάτσα της με άφησε να μείνω
-Μέσα στον ηλιοβασιλεμένο κόλπο της,
-Για περισσότερο καιρό από όσο,
-Ίσως η αφεντιά μου άξιζε·
-Σε τέτοιο καραβάνι, σε τέτοια έρημο,
-Πέντε μέρες ξηρασίας,
-Ο θάνατος είναι κοντά,μα ό,τι πέρασε, πέρασε σωστά,
-Ακόμη και αν ήθελα, αν ήθελα,
-Μια νύχτα ακόμη,
-Έμαθα πως η μπουνάτσα,
-Φορτούνιασε ανεπανόρθωτα·
-Τελευταίος αέναα από όσους φύγαμε από τη Βαβυλώνα,
-Με ένα σκοπό μέσ’ τα καμμένα κεφάλια μας,
-Όμως έχω την εντύπωση,
-Πως μόνο εγώ αντίκρισα τόσο ήρεμη ακτή·
-Γι’αυτό τη σημερινή, ηλιόλουστη κόλαση αντέχω
– Και θα αντέξω,
-Με το χτεσινό παράδεισο, σκιά·
-Μέχρι τη μέρα που φτάσω πάλι σε ήρεμη ακτή·
-Τότε θα ρωτήσω τριγύρω, τον κόσμο
-Και θα μου πουν πως η γη είναι υγρή, για μένα,
-Έτοιμη να με δεχτεί μέσα της.